φερμπερίτης

φερμπερίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) βλ. φερβερίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φερβερίτης — και φερμπερίτης, ο, Ν (ορυκτ.) βολφραμικό ορυκτό τού σιδήρου το οποίο αποτελεί σιδηρούχα ποικιλία τού βολφραμίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ferberite, από το όν. τού Γερμανού Rudolph Ferber] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”